- συμποικίλλομαι
- Α1. ενυφαίνομαι με ποικιλία στη διάταξη («παντοίων χρωμάτων καὶ χρυσοῡ συμπεποικιλμένου» Ιώσ.)2. αποκτώ ποικιλία με την προσθήκη ενός στοιχείου.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ποικίλλω «διακοσμώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμποικιλτής — ὁ, Μ [συμποικίλλομαι] τεχνίτης που παρεμβάλλει ποικίλματα στην ύφανση … Dictionary of Greek